- λυσσιατρείο
- τοειδικό θεραπευτήριο στο οποίο γίνεται προληπτική θεραπεία τής λύσσας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ιατρείο (πρβλ. οφθαλμ-ιατρείο). Η λ., στον λόγιο τ. λυσσιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυσσιατρείο — το ειδικό θεραπευτήριο για όσους προσβάλλονται από λύσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυσσίατρος — ο γιατρός που εργάζεται σε λυσσιατρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek